καππαδοκικός

καππαδοκικός
-ή, -ό (AM καππαδοκικός, -ή, -όν) [Καππαδόκης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καππαδοκία ή στους Καππαδόκες
αρχ.
1. είδος πώματος
2. είδος πίτας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”